- εκξιφίζομαι
- ἐκξιφίζομαι (Μ)βγάζω το ξίφος από τη θήκη, ξεσπαθώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκξιφισαμένου — ἐκξιφίζομαι unsheathe the sword aor part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)